- πνευματομάχος
- πνευματο-μάχος, mit dem heiligen Geiste kämpfend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πνευματομάχος — ον, ΝΜΑ 1. αυτός που μάχεται εναντίον τού Αγίου Πνεύματος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Πνευματομάχοι εκκλ. μετριοπαθείς οπαδοί τής αίρεσης του Αρειανισμού, με επικεφαλής τον εκθρονισμένο αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
πνευματίτης — ὁ, Α ο πνευματομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατος + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] … Dictionary of Greek
πνευματομαχία — η, ΝΜΑ [πνευματομάχος] η αιρετική διδασκαλία τών πνευματομάχων … Dictionary of Greek
πνευματομαχώ — έω, ΜΑ [πνευματομάχος] μάχομαι κατά τού Αγίου Πνεύματος … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
ՀՈԳԵՄԱՐՏ — (ի, աց, կամ ից.) NBH 2 0111 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ա. ՀՈԳԵՄԱՐՏ կամ ՀՈԳԷՄԱՐՏ. πνευματομάχος qui spiritui sancto repugnat. Մարնչօղ ընդդէմ հոգւոյն սրբոյ. ժխտօղ աստուածութեան հոգւոյն. մակեդոն հայհոյիչ, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)